- εὐθέατα
- εὐθέατοςeasy to be seenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθέατος — εὐθέατος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που παρέχει ωραία θέα αρχ. αυτός που φαίνεται καθαρά («εὐθέατα τὰ ἐν στήλαις γράμματα», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεατός] … Dictionary of Greek